- αμφίβολος
- -η, -ο (Α ἀμφίβολος, -ον)αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζεινεοελλ.(το ουδ. ως απροσ.) «(είναι) αμφίβολο», είναι αβέβαιο, δεν υπάρχει βεβαιότητααρχ.1. αυτός που βρίσκεται γύρω από κάποιον, που περιβάλλει κάποιον ή κάτι από παντούαυτός που χτυπιέται από όλες τις πλευρές3. αυτός που έχει διπλή αιχμή, «ἀμφίβολοι κάμακες»4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμφίβολον σκοινί5. φρ. «ἀμφίβολος εἰμι», βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο πυρά, βάλλομαι από παντού«ἀμφίβολος βίος», λέγεται για τους αποστάτες«ἐν αμφιβὀλῳ εἰμί», βρίσκομαι σε αμφιβολία, αμφιβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιβάλλω. Για τη σημ. βλ. λ. αμφιβάλλω.ΠΑΡ. αμφιβολία].
Dictionary of Greek. 2013.